Όποιος έχει ταρακουνήσει έναν καταθλιπτικό φίλο από τους ώμους, ξέρει πόσο μάταιο είναι μερικές φορές να επιτίθεσαι στον παραιτημένο γιατί είναι παραιτημένος. Όμως αυτή η σκέψη είναι η πιο επείγουσα σκέψη της περιόδου. Αν κανείς απαριθμούσε, τον Γενάρη του 2010, τα μέτρα που πήραν οι διαδοχικές κυβερνήσεις μετά την υπαγωγή μας στον λεγόμενο «μηχανισμό στήριξης», θα ήταν αδύνατο να προβλέψει πως μια τέτοια επίθεση στα λαϊκά εισοδήματα θα προσπερνούσε τελικά, έστω με φθορές, τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Ο καθένας μας σκέφτεται και προτείνει κάποιες απαντήσεις για το πώς έγινε αυτό. Αποφασίσαμε στο TPP να επιχειρήσουμε μια συστηματοποίηση αυτής της συζήτησης. Αν το ερώτημα είναι πώς τολμούν οι κυβερνώντες, η απάντηση είναι απλή: κανείς δεν τους σταμάτησε. Αν όμως θέσουμε το ερώτημα πώς εξηγείται η ανοχή των θυμάτων, το ζήτημα γίνεται απείρως πολυπλοκότερο αλλά και πιο ενδιαφέρον.
Ξέρουμε καλά ότι κανείς δεν πιστεύει ότι «τα μέτρα αυτά θα είναι τα τελευταία» (το πιο πικρό ανέκδοτο της περιόδου), ούτε ότι «υπάρχει φωςστο βάθος του τούνελ», ούτε ότι «το βαρέλι έχει πάτο», ούτε ότι «οι θυσίες πιάνουν τόπο», τίποτα. Όλα τα πυροτεχνήματα της φλυαρίας με την οποία έχει ντυθεί η συντριβή των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων έχουν φθαρεί ανεπανόρθωτα, και παρʼ όλʼ αυτά οι αντιδράσεις είναι περιορισμένες. Το χαμηλότερο σημείο της πολιτικής απογοήτευσης ήταν βεβαίως η επικύρωση της έντρομης συναίνεσης στην κυβερνητική πολιτική με τις εκλογές του
καλοκαιριού.
(Βεβαίως υπάρχει και ένα κομμάτι της κοινωνίας πολύ κινητικό: οι νεοναζί, που είναι το δεύτερο μεγάλο αγκάθι της μνημονιακής περιόδου. Η συνύπαρξη παθητικότητας και ρατσιστικής βίας δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, στην πραγματικότητα δεν συνιστά καν αντίφαση. Όπως μας πληροφορεί ένας εγγράμματος ειδήμων των ξυλοδαρμών, η πηγή της βίας είναι η αδυναμία, όχι η δύναμη. Ο κακομοίρης που έχει φάει την προσβολή με το καντάρι τρέφειμέσα του το φαρμάκι, καλλιεργεί πύρινη μνησικακία, λυσσάει. Γιʼ αυτό ακριβώς η κατάσταση της προσβολής και της συνεχιζόμενης ταπείνωσης των μαζών γεννάει τέρατα. Τα γεννάει, τα ψηφίζει, τα βάζει στη βουλή, και όποιον πάρει ο χάρος.)
Η καταθλιπτική συνθήκη μιας υποχώρησης χωρίς τέλος μπορεί συχνάνα περιγράφεται από τους αισιόδοξους σαν ησυχία πριν την καταιγίδα, αλλά χρόνο τον χρόνο βλέπουμε μόνο την ησυχία, και καθόλου καταιγίδα. Οι πολίτες όχι μόνο ανέχτηκαν, αλλά επικύρωσαν και με την ψήφο τους μια πολιτική που τους εξαθλιώνει. Αυτό ακριβώς καλούμαστε να κατανοήσουμε. Και η κατανόηση αυτή είναι πικρή, γιατί μας φέρνει αντιμέτωπους με τα όρια και τις αδυναμίες της δικής μας πλευράς.
Δεν ξεμπερδεύουμε λέγοντας ότι υπάρχει καταστολή και προπαγάνδα.Είναι αδύνατο να θέσει κανείς αυτό το ζήτημα χωρίς να παραδεχτεί πωςγια να είναι οι πολίτες ελεύθεροι θα πρέπει να είναι και υπόλογοι. Τονα παραδεχτούμε δηλαδή πως ευθύνονται, είναι ο μόνος τρόπος γιανα υποστηρίξουμε στα σοβαρά πως έχουν ίσως σε κάποιο βαθμό το μέλλον στα χέρια τους. Η αθωότητα του λαού, αντιθέτως, είναι κατασκεύασματου λαϊκισμού. Η αθωότητα του λαού προετοιμάζει απλώς την παράδοσηστα χέρια του επόμενου επιτήδειου.
Μερικές από τις διαπιστώσεις μας για το πού οφείλεται η αδράνεια των πολιτών είναι μισές αλήθειες, με ισχυρό αντίλογο. Όμως σημασία δεν έχει μόνο ποιος έχει δίκιο. Χρειάζεται κάτι περισσότερο: να διαβάσουμε σωστά την πραγματικότητα, να δούμε πώς κατανέμονται τα επιχειρήματα στον δημόσιο διάλογο, προκειμένου να δούμε γιατί δεν πείθονται όσοι δεν πείθονται. Να σκεφτούμε δηλαδή πώς γίνεται να δρα κανείς τόσο εξωφρενικά ενάντια στο συμφέρον του,τι κάνει τον ψηφοφόρο να δένεται στο άρμα των εκμεταλλευτών του, ακόμα και αν, όπως φάνηκε στην περίπτωση του σκανδάλου της λίστας Λαγκάρντ, το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν διανοούνται να πάρουν ούτε δεκάρα από τους πλούσιους φίλους ή συγγενείς τους.
Περιγράφει ο Καββαδίας πως «κάποτε που δεν είχε αγέρα καθίσαμε είκοσι ολόκληρες μέρες στο ίδιο μέρος. Είκοσι ολόκληρες μέρες στη μέση της θάλασσας. Τρώγαμε λίγο και πίναμε ακόμη λιγότερο, από φόβο μήπωςσωθούνε τα τρόφιμα και το νερό». Τα τρόφιμα και το νερό σώνονται,και η πολιτική άπνοια των ημερών δεν αντιμετωπίζεται με υπομονή. Τοπρώτο μας μέλημα είναι να σκεφτούμε τη σιωπή των θυμάτων, να την πολεμήσουμε.
Υ.Γ. Δεν μας διαφεύγει το ενδεχόμενο στο μεταξύ να αλλάξουν τα δεδομένα και να τιναχτεί το εγχείρημά μας στον αέρα. Σε αυτή την περίπτωση, ένα έχουμε να πούμε: χαλάλι.
Φύλλα που κουνήθηκαν
Οι απεργίες και οι αγανακτισμένοι έδειξαν γρήγορα τα όριά τους. Οι συνεχιζόμενες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης βασίζονται στο πείσμα ορισμένων μόνο, των οποίων οι δυνάμεις είναι αξιέπαινες μα περιορισμένες. Παρά τις λαϊκές αντιδράσεις, κάθε φορά που μια κυβέρνηση κλονιζόταν, υπήρχε μια εφεδρεία έτοιμη για επιστράτευση. Δεν σκοπεύουμε να απαξιώσουμε τις προσπάθειες μέρους της ελληνικής κοινωνίας να αναζητήσει δικαιότερες λύσεις. Από την άλλη, δεν είναι φρόνιμο να εθελοτυφλούμε όταν αποτυγχάνουν. Πρόθεσή μας είναι να συνεισφέρουμε στον συλλογικό προβληματισμό, συμμετέχοντας εντέλει σε μια σκληρή, δύσκολη, αλλά χρήσιμη, κατά την άποψή μας, συζήτηση.
Από τον Φεβρουάριο του 2010 μέχρι σήμερα η ΓΣΕΕ προκήρυξε 17 εικοσιτετράωρες και 4 σαρανταοκτάωρες γενικές απεργίες. Σε αυτές θα πρέπει να προσθέσουμε πολλές κλαδικές απεργίες (πιο συχνά στον δημόσιο τομέα, τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης), πάμπολλες στάσεις εργασίας, συγκεντρώσεις και πορείες που έθεταν κεντρικά ζητήματα εναντίον της πολιτικής των μνημονίων.
Στον ιδιωτικό τομέα είδαμε μεγάλης διάρκειας απεργίες σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Είδαμε, επίσης, το κίνημα των Αγανακτισμένων, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2011.Είδαμε, τέλος, την ανάπτυξη πολλών πρωτοβουλιών κοινωνικής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης: λαϊκές συνελεύσεις, κοινωνικά ιατρεία, συλλογικές κουζίνες, το κίνημα κατά των μεσαζόντων κ.ά. Αυτό που συνδέει όλες τις προσπάθειες οργανωμένης έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας είναι ότι σχεδόν τίποτα απʼ αυτά δεν είχε μέχρι σήμερα χειροπιαστά αποτελέσματα: τίποτα δεν ανέτρεψε την πορεία των πραγμάτων και συχνά ούτε καν την ανέκοψε.
Στον ιδιωτικό τομέα είδαμε μεγάλης διάρκειας απεργίες σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Είδαμε, επίσης, το κίνημα των Αγανακτισμένων, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2011.Είδαμε, τέλος, την ανάπτυξη πολλών πρωτοβουλιών κοινωνικής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης: λαϊκές συνελεύσεις, κοινωνικά ιατρεία, συλλογικές κουζίνες, το κίνημα κατά των μεσαζόντων κ.ά. Αυτό που συνδέει όλες τις προσπάθειες οργανωμένης έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας είναι ότι σχεδόν τίποτα απʼ αυτά δεν είχε μέχρι σήμερα χειροπιαστά αποτελέσματα: τίποτα δεν ανέτρεψε την πορεία των πραγμάτων και συχνά ούτε καν την ανέκοψε.
Οι απεργίες και οι αγανακτισμένοι έδειξαν γρήγορα τα όριά τους. Οι συνεχιζόμενες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης βασίζονται στο πείσμα ορισμένων μόνο, των οποίων οι δυνάμεις είναι αξιέπαινες μα περιορισμένες. Παρά τις λαϊκές αντιδράσεις, κάθε φορά που μια κυβέρνηση κλονιζόταν, υπήρχε μια εφεδρεία έτοιμη για επιστράτευση. Δεν σκοπεύουμε να απαξιώσουμε τις προσπάθειες μέρους της ελληνικής κοινωνίας να αναζητήσει δικαιότερες λύσεις. Από την άλλη, δεν είναι φρόνιμο να εθελοτυφλούμε όταν αποτυγχάνουν. Πρόθεσή μας είναι να συνεισφέρουμε στον συλλογικό προβληματισμό, συμμετέχοντας εντέλει σε μια σκληρή, δύσκολη, αλλά χρήσιμη, κατά την άποψή μας, συζήτηση.
Ενώ ταχύτατα πλησιάζουμε στο όραμα του Γιώργου Παπανδρέου για έναν εργαζόμενο σε κάθε νοικοκυριό (3,7 εκατ. ήταν οι εργαζόμενοι στη χώρα το γ΄ τρίμηνο του 2012, μας ενημερώνει η ΕΛ.ΣΤΑΤ.), όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρεις έναν άνεργο ή έναν επισφαλώς εργαζόμενο – ημιαπασχολούμενο, μπλοκάκια κλπ. Η ανεργία έφτασε το γ΄τρίμηνο του 2012 το 24,8% ή 1,2 εκατ. άτομα. Οι μερικά απασχολούμενοι είναι περίπου 300.000, ενώ σε πολλές χιλιάδες υπολογίζονται οι εργαζόμενοι με μπλοκάκι.
Αν όλοι αυτοί αθροίζονται κάπου κοντά στον ιλιγγιώδη για τα μεγέθη της χώρας αριθμό των 2 εκατ. ατόμων, είναι ν’ απορεί κανείς πώς και απουσιάζουν από τον δημόσιο διάλογο ή, για την ακρίβεια, πώς η δική τους φωνή δεν ακούγεται σ’ αυτόν. Γιατί άραγε δεν υπάρχει ένα ισχυρό, ριζοσπαστικό, διεκδικητικό κίνημα αυτών που δεν έχουν και πολλά να χάσουν;
Ποιοι είναι οι επισφαλώς εργαζόμενοι και οι άνεργοι που περιπλανώνται σήμερα στη στέπα της αγοράς εργασίας; Μα, φυσικά, αυτοί που τα προηγούμενα χρόνια πέρασαν τον καιρό τους σε λάθος θρανία. Θα περίμενε κανείς ότι η υψηλότερη εκπαίδευση θα σήμαινε και λιγότερη ανεργία, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Δίπλα στο 27,6% των αποφοίτων λυκείου που είναι σήμερα άνεργοι, στέκεται το 28% των πτυχιούχων ανώτερων τεχνικών-επαγγελματικών σχολών και το 17% των πτυχιούχων ανωτάτων σχολών. Στις ηλικίες 30-44 ετών, το 20,7% των ανέργων έχει τελειώσει ανώτερη τεχνική εκπαίδευση και το 13,7% είναι τουλάχιστον πτυχιούχοι ανώτατου ιδρύματος. Όσο οι ηλικίες μικραίνουν, τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα: Στις ηλικίες 20-29 ετών, το 29% των ανέργων έχει τελειώσει ανώτερη τεχνική εκπαίδευση και το 18% είναι τουλάχιστον πτυχιούχοι ανώτατου ιδρύματος. Πρόκειται για τα θύματα της εκπαιδευτικής πολιτικής και της κυρίαρχης αντίληψης που τη συνόδευε: μάζευε πτυχία για να γίνεις ανταγωνιστικός και η αγορά θα σε περιμένει με ανοιχτές αγκάλες. Εφόσον υπάρχει, δηλαδή.
Όμως η αγορά εργασίας καταρρέει. Ο άλλοτε κραταιός δημόσιος τομέας προσφέρει επισφαλείς θέσεις εργασίας (συμβάσεις έργου, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εργασία για αναπληρωτές, ωρομίσθιους, ενοικιαζόμενους κλπ.). Στον ιδιωτικό τομέα, η απουσία πολύ μεγάλων επιχειρήσεων σημαίνει πολυδιάσπαση των εργαζόμενων σε μικρές οικογενειακές λίγο-πολύ επιχειρήσεις, όπου ο ρόλος του εργοδότη συγχέεται με αυτόν του φροϋδικού πατέρα.
Η επιλογή της ανταγωνιστικότητας για κάθε εν δυνάμει εργαζόμενο σήμαινε αυτομάτως και την απόρριψη του μοντέλου της συλλογικής διαχείρισης των προβλημάτων. Ακόμη κι εκεί που οι συνθήκες ωθούν τους εργαζόμενους να κινηθούν όλοι μαζί για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, ο διάλογος είναι αργός και δύσκολος. Επιπλέον, στη φροϋδική μικρομεσαία επιχείρηση, η εργατική οργάνωση θεωρείται αμαρτία και η συμμετοχή στην απεργία έγκλημα καθοσιώσεως και προδοσία της εμπιστοσύνης του πατέρα-αφεντικού. Η Αντιγόνη δεν θα είχε και πολλή τύχη σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον.
Η ρευστότητα των εργασιακών σχέσεων και η αποσπασματικότητα των εκάστοτε απασχολήσεων κάθε εργαζομένου μάς πάει ένα βήμα πιο πέρα από τις κλασικές μαρξικές παρατηρήσεις περί εφεδρικού στρατού εργασίας: εδώ τα ίδια τα δικά σου συμφέροντα εξυπηρετούνται από διαφορετικές στρατηγικές από εξάμηνο σε εξάμηνο, καθώς γλιστράς μεταξύ εργασίας και ανεργίας, μεταξύ εξαρτημένης εργασίας και εργασίας με μπλοκάκι, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Δεν είναι πως έλειψαν οι προβλέψεις. Όποιος έχει έρθει σ’ επαφή με τον λόγο διαφόρων συνιστωσών της φοιτητικής αριστεράς την τελευταία εικοσαετία, θα γνωρίζει την καραμέλα της «εργασιακής περιπλάνησης». Τη βρίσκει κανείς σε προκηρύξεις από τη δεκαετία του ’90 ως σήμερα με όλες τις διαθέσιμες αριστερές υπογραφές. Ωστόσο καμιά οργανωμένη δύναμη δεν προετοιμάστηκε γι’ αυτό που επί χρόνια προέβλεπε ως Κασσάνδρα – απλώς σήμερα παρατηρεί τις συνέπειες.
Και τα πραγματικά προβλήματα των επισφαλώς εργαζόμενων, των ανέργων, των εργαζόμενων με μπλοκάκι; Σε ορισμένες περιπτώσεις οι συνθήκες γεννούν νέα συνδικαλιστικά σχήματα που προσπαθούν να καλύψουν το χαμένο έδαφος και να διαχωρίσουν τη θέση τους από το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα που δεν ασχολείται με την περιπλανώμενη νεολαία: Σωματείο Σερβιτόρων Μαγείρων, Σωματείο Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών, Σωματείο Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου κά. Πρόκειται για γνήσια εγχειρήματα εργατικής οργάνωσης, που αποτελούν βέβαια σταγόνα στον ωκεανό. Ας αφήσουμε όμως τη γκρίνια. Από κάπου θα πρέπει να ξεκινήσει κανείς.
Τώρα που δένουμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα
Τώρα που δένουμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα
Σύμφωνα με μια αντίληψη, στην εποχή της κρίσης το εργατικό κίνημα περνά τις καλύτερες στιγμές του. Η πίεση των δυνάμεων του κεφαλαίου και του πολιτικού του προσωπικού πάνω στα κατώτερα λαϊκά στρώματα είναι μια ευκαιρία αυτά να κινητοποιηθούν και να ριζοσπαστικοποιηθούν. Έτσι, ο κόσμος της εργασίας θα έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τον κόσμο του κεφαλαίου και τότε…
Και τότε τι; Τριάμισι χρόνια μετά το πρώτο ορατό ξέσπασμα της κρίσης και 25 γενικές απεργίες αργότερα, οι αφηγήσεις του εργατικού κινήματος για τον εαυτό του συντίθενται από κάμποσες προβολές επιθυμιών και αισθητά πιο ολίγη πραγματικότητα. Επιχειρούμε σήμερα να προσεγγίσουμε ορισμένα από τα ζητήματα που το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα δεν θέλησε ή δεν κατάφερε ν’ αγγίξει επαρκώς: Πού είναι κρυμμένοι τόσοι άνεργοι; Σε ποιους ανατίθεται η εκπροσώπηση των εργαζομένων; Πώς ορίζονται οι στόχοι κάθε μεγάλου απεργιακού αγώνα; Τι σημαίνει σήμερα το δικαίωμα στη δουλειά;
Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά
Όταν το μπλοκάρισμα της παραγωγής δεν μπλοκάρει την παραγωγή
Όταν το μπλοκάρισμα της παραγωγής δεν μπλοκάρει την παραγωγή
Η συζήτηση για την πολύμηνη απεργία στην Ελληνική Χαλυβουργία δεν άγγιξε, πλην εξαιρέσεων, τον πυρήνα της ίδιας της έννοιας της απεργίας, δηλαδή την παρεμπόδιση της παραγωγικής δραστηριότητας, που σκοπό έχει να θίξει το καπιταλιστικό κέρδος. Επίσης, δεν ασχολήθηκε επί της ουσίας με τη θεμελιώδη ευκολία που διαθέτει ο καπιταλιστής να μετακινεί κατά βούληση τα κεφάλαιά του όπου θεωρεί ότι θα του αποφέρουν κέρδη. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το σωματείο, η παραγωγή του εργοστασίου το 2010 είχε αυξηθεί από 196 σε 266 χιλιάδες τόνους σιδήρου και ο τζίρος είχε φτάσει τα 227 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, σύμφωνα με την εταιρεία, η παραγωγική ικανότητα του εργοστασίου του Ασπροπύργου ήταν 400 χιλιάδες τόνοι και των άλλων δύο εργοστασίων του ομίλου στον Βόλο πάνω από 1,3 εκατ. τόνοι. Από τους ισολογισμούς της εταιρείας προκύπτει ότι μεταξύ 2006-2010 ο τζίρος της είχε μειωθεί κατά 35%.
Η πτώση του κύκλου εργασιών δεν περιορίζεται στην επιχείρηση του Μάνεση, αλλά είναι διεθνής και αφορά μεγαθήρια: τη ThyssenKrupp (ζημία 4,7 δις το 2012), την ArcelorMittal (παύση λειτουργίας 6 εργοστασίων στο Βέλγιο με 1.300 εργαζόμενους), την ILVA (5.000 απολύσεις στην Ιταλία, κλείσιμο θυγατρικών, μεταξύ αυτών και της Hellenic Steel στη Θεσσαλονίκη), τη Χαλυβουργική κ.ο.κ. Καθένας επικαλείται μια δικαιολογία: στην περίπτωση Μάνεση φταίνε ο απεργοί, στη ThyssenKrupp φταίνε οι υπεραισιόδοξες προβλέψεις της διοίκησης, στην ILVA φταίνε οι περιβαλλοντικοί όροι.
Εκείνο που δεν λέει καμιά πλευρά είναι ότι το προϊόν των χαλυβουργιών καταλήγει στην οικοδομή και τη βαριά βιομηχανία, κυρίως την αυτοκινητοβιομηχανία. Στη χώρα μας, η οικοδομή έχει απωλέσει 70% της δραστηριότητάς της την τελευταία τριετία και οι πωλήσεις αυτοκινήτων στην Ευρώπη το 2012 ήταν στα επίπεδα του 1995.
Οι εργαζόμενοι είναι εγκλωβισμένοι, κι ο μόνος που έχει να κερδίσει είναι ο εργοστασιάρχης: ελλείψει επαρκούς ζήτησης του προϊόντος, όσο κι αν κρατήσει μια απεργία, θα γλιτώσει τα ημερομίσθια και θα βρει χρόνο για να αναπροσαρμόσει την επενδυτική στρατηγική του, μετακινώντας πιθανόν τα κεφάλαιά του σε άλλη δραστηριότητα ή αποσύροντάς τα από την ενεργό οικονομία. Ταυτόχρονα, θα πιέζει το κράτος με τις ενδεχόμενες απολύσεις, για να διασφαλίσει κρατική στήριξη μέσω της μείωσης των τιμών της ενέργειας (η ελληνική περίπτωση), άμεσης βοήθειας (γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία), τραπεζικών δανείων και εγγυήσεων ή του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.
Η αντιπαραβολή της βραδύτητας των εργοδοτικών και κυβερνητικών αντιδράσεων στην περίπτωση της Ελληνικής Χαλυβουργίας (τα ΜΑΤ πήραν στα χέρια τους την κατάσταση 263 μέρες μετά την έναρξη της απεργίας) με την ταχύτητα που αντιμετωπίστηκε η πρόσφατη απεργία των εργαζομένων στη ΣΤΑΣΥ ΑΕ αντικατοπτρίζει μ’ έναν τρόπο και την απόσταση της ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας από την ιδανική αφήγηση του εργάτη που χωρίς αυτόν δεν γυρνά το γρανάζι της παραγωγής.
Συνδικάτα και εργατική εκπροσώπηση
Η ιστορία του επίσημου συνδικαλισμού στην Ελλάδα είναι η ιστορία των προσπαθειών του κράτους να χειραγωγήσει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Από την εποχή της καταργημένης με δικαστική απόφαση αριστερής διοίκησης της ΓΣΕΕ που εκλέχτηκε από το 8ο Συνέδριο το 1946 μέχρι το 21ο Συνέδριο του 1981, οι διορισμένες ή εκλεγμένες διοικήσεις του τριτοβάθμιου συνδικαλιστικού οργάνου της χώρας εκφράζουν μονότονα την άποψη της «συνεργασίας των τάξεων». Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι άξιοι λόγου εργατικοί αγώνες της περιόδου αυτής δεν προέρχονται από τη ΓΣΕΕ, αλλά από την εργατική αριστερή αντιπολίτευση, με προεξάρχουσα τη λεγόμενη «Κίνηση των 115» σωματείων, που δραστηριοποιήθηκε την περίοδο 1962-1967.
Το 21ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ πραγματοποιείται δέκα μέρες πριν από τις εκλογές του 1981 και εκλέγει ως συνήθως δεξιά πλειοψηφία. Οι παρατάξεις ΠΑΣΚΕ (ΠΑΣΟΚ), ΕΣΑΚ (ΚΚΕ) και ΑΕΜ (ΚΚΕ εσ.) προσφεύγουν στα δικαστήρια καταγγέλοντας μεθοδεύσεις. Τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου, κι αφού βέβαια το ΠΑΣΟΚ έχει εκλεγεί πανηγυρικά στην κυβέρνηση, το Πρωτοδικείο Αθηνών διορίζει διοίκηση και προεδρείο στη ΓΣΕΕ: 30 από τις 45 θέσεις της διοίκησης δίνονται σε συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ. Πρόεδρος αναλαμβάνει ο παλαίμαχος συνδικαλιστής εργάτης Ορέστης Χατζηβασιλείου, που γράφει εκείνη την εποχή στον Οικονομικό Ταχυδρόμο (13/5/1982):
«Οι καιροί άλλαξαν. Το αμαρτωλό συνδικαλιστικό παρελθόν πέρασε στην ιστορία. Τώρα στη χώρα μας μόνον οι εργαζόμενοι θα αποφασίζουν ποια διοίκηση θα έχουν στην κορυφαία οργάνωσή τους. Κυβερνήσεις, Εργοδοσία και πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να έχουν καμμιά ανάμειξη στις εκλογικές συνδικαλιστικές διαδικασίες, και το ελληνικό κίνημα, ανεξάρτητο, αυτοχρηματοδοτούμενο και αδέσμευτο θα προχωρήσει χωρίς ταλαντεύσεις στην ταξική και αγωνιστική του πορεία».
Τα πράγματα, βέβαια, δεν έγιναν ακριβώς έτσι: Ο Χατζηβασιλείου παραιτείται όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ψηφίζει τον νόμο 1365/83 με το «απεργοκτόνο» άρθρο 4, που προβλέπει εξοντωτικές προϋποθέσεις κήρυξης απεργίας στις δημόσιες επιχειρήσεις. Από το 22ο Συνέδριο (1983) και ως σήμερα, πρόεδροι της ΓΣΕΕ έχουν διατελέσει:
Γιώργος Ραυτόπουλος (1983-1989): Υπάλληλος Τραπέζης της Ελλάδος. Διετέλεσε γραμματέας ΠΑΣΚΕ, Μέλος Κεντρικής Επιτροπής ΠΑΣΟΚ, Ευρωβουλευτής ΠΑΣΟΚ, ΓΓ Περιφέρειας Ιονίων Νήσων.
Λάμπρος Κανελλόπουλος (1989-1993): Υπάλληλος Ολυμπιακής Αεροπορίας. Διετέλεσε γραμματέας ΠΑΣΚΕ, μέλος Κεντρικής Επιτροπής ΠΑΣΟΚ, Βουλευτής ΠΑΣΟΚ, Υφυπουργός Εργασίας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Χρήστος Πρωτόπαππας (1993-1996): Υπάλληλος Εθνικής Τράπεζας. Διετέλεσε γραμματέας ΠΑΣΚΕ, μέλος Κεντρικής Επιτροπής ΠΑΣΟΚ, Βουλευτής ΠΑΣΟΚ, Υφυπουργός Εργασίας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπουργός Τύπου και ΜΜΕ, Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος.
Χρήστος Πολυζωγόπουλος (1996-2006): Λογιστής-σύμβουλος επιχειρήσεων. Διετέλεσε γραμματέας ΠΑΣΚΕ, μέλος Κεντρικής Επιτροπής ΠΑΣΟΚ, μέλος και μετά πρόεδρος Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.
Γιάννης Παναγόπουλος (2006 μέχρι σήμερα): Υπάλληλος Εθνικής Τράπεζας. Διετέλεσε γραμματέας ΠΑΣΚΕ, μέλος Εθνικού Συμβουλίου ΠΑΣΟΚ.
Ποιον είπες απεργό, ρε;
Οι σημασίες των λέξεων αλλάζουν με τον καιρό. Ιδίως στην πολιτική, οι σημασίες αλλάζουν κατά τις διαθέσεις της εποχής, και μπορεί η κακόσημη λέξη να γίνει μέση λέξη και μετά εύσημη. Π.χ.: Η λέξη «δημοκρατία» δεν είχε πάντοτε θετικές συνδηλώσεις. Όχι μόνο στην αρχαιότητα: μέχρι τη γαλλική επανάσταση κανείς συγγραφέας δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη «δημοκρατία» με θετικό πρόσημο. Όταν ο Γουέρντσγουορθ έγραφε «ανήκω στην απεχθή τάξη των ανθρώπων που ονομάζονται δημοκράτες» ήθελε να προκαλέσει, αλλά δεν αστειευόταν. Αντίστροφα, η λέξη «ιμπεριαλισμός» στα Αγγλικά σήμαινε κατά τον 19ο αιώνα τη δόξα της αυτοκρατορίας, υψηλό πατριωτισμό, δεν συνοδευόταν από αρνητικό πρόσημο. Το ίδιο συνέβη με την «αποικιοκρατία», που σήμαινε την υπερηφάνεια για την υπεροχή των λευκών, και με τη λέξη «καπιταλιστής», που ήταν μέση λέξη, σήμαινε απλώς τον κάτοχο κεφαλαίου. Μια τέτοια αλλαγή συμβαίνει σήμερα και στο πρόσημο της λέξης «απεργοσπάστης».
Η περιγραφή του απεργοσπάστη στα Αγγλικά με τις λέξεις blackleg και scab έχει αμφίβολη ετυμολογία, είναι αδιαμφισβήτητης όμως δριμύτητας: είναι όροι έντονα προσβλητικοί, που συνδέονται οπωσδήποτε με βρισιές, ενδεχομένως και με αρρώστιες. Το τραγούδι «Blackleg miner» είναι ένα αμερικάνικο τραγούδι των αρχών του 20ου αιώνα για τον απεργοσπάστη ανθρακωρύχο, για τον οποίο λέγεται ότι καμία γυναίκα δεν τον κοιτάζει, κάνουν αγώνα για να τον πιάσουν, του τρίβουν λάσπες στο πρόσωπο, μπαίνουν στην ουρά για να τον πιάσουν από τον λαιμό και να του σπάσουν τα κόκαλα, τον πετούν στην Κόλαση και τον αποχαιρετούν λέγοντας να μην περιμένει να πεθάνει για να γραφτεί στο συνδικάτο. Το τραγούδι αυτό ξανατραγουδήθηκε με πολλές αφορμές κατά τον 20ο αιώνα, ανάμεσά τους και τη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων στην Αγγλία. Πρόκειται για χαρακτηριστικό τραγούδι μιας ολόκληρης κατηγορίας, που εκφράζει το μίσος απέναντι στον άνθρωπο που προδίδει τον αγώνα των εργατών για να εξυπηρετήσει το αφεντικό.
Αυτή η λέξη λοιπόν σήμερα γνωρίζει μια καινούργια ιστορία, καθώς ο απεργοσπάστης γίνεται σιγά σιγά το θύμα που οι συνδικαλιστές (λίγοι, διεφθαρμένοι και βολεμένοι, κατά το ίδιο στερεότυπο) δεν τον αφήνουν να εργαστεί. Το δικαίωμα στη δουλειά αναβαπτίζεται και αυτό και δεν σημαίνει πια προστασία από την ανεργία, αλλά δικαίωμα στην υπονόμευση της απεργίας. Μπορεί με την ίδια διαδικασία να γίνει και ο απεργός βρισιά: «ποιον είπες απεργό, ρε;»
Βιβλία
Γιώργος Φ. Κουκουλές, Βασίλης Τζανετάκος (1986),
Συνδικαλιστικό κίνημα 1981-1986.
Συνδικαλιστικό κίνημα 1981-1986.
Η μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε, Αθήνα: Οδυσσέας.
Ορέστης Χατζηβασιλείου (1988),
Συνδικαλισμός και κοινωνική αντίδραση 1947-1987,
Αθήνα: Οδυσσέας.
Digest
Εργαζόμενοι με μπλοκάκι: http://mplokakides.blogspot.gr/
Συνέλευση βάσης εργαζομένων οδηγών δικύκλου: http://www.sveod.gr/
Το ντοκιμαντέρ Steel: http://www.pressproject.gr/steel