Χαμηλόμισθος Χριστός
που παραπαίοντας ανήμπορος
σέρνει σταυρό
την αξιοπρέπειά του.
Σωτήρης Σταμάτης
«Σεβαστέ μου Πατέρα σε χαιρετώ. Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω δια την καλή σου υγεία και δεύτερον εάν ερωτάς και δι’ εμέ υγιαίνω πλήρως. Δεν ήταν σωστό να μου στείλεις τα ρούχα σου τα οποία εσύ θα τα χρειασθείς περισσότερο απ’ εμένα. Διότι εγώ αν χρειασθώ κάτι έχω τουλάχιστον κάποιον να με βοηθήσει, ενώ εσύ δεν έχεις κανέναν».
«Παιδί μου γλυκύτατο, Μήτσο μου, Σε φιλώ, η τεθλιμμένη μάνα σου Δημητρούλα». «Περιμένω γράμμα, Η γυναίκα σου, Σε φιλώ η αδελφή σου, Σε φιλώ με δάκρυα στα μάτια, Ο αδελφός σου Τάκης». «Μάθε και για τη μητέρα μας, τις 4 του μηνός απεβίωσε, είτανε μεγάλο κρίμα που δεν είδε το γιο της για τελευταία φορά, που είχε δεκαπέντε χρόνια να σε δει. Η κηδεία της ήταν μεγάλη λύπη που της έλλειπαν τόσα παιδιά». «Σεβαστέ μου Πατέρα σε φιλούμε. Εύχομαι το γράμμα μου να σε εύρει πλήρη υγεία, καθώς και εμείς τώρα είμαστε καλά. Πατέρα από την Αθήνα φύγαμε την Παρασκευή βράδυ και το Σάββατο το πρωί είμασταν στο σπίτι μας καλά. Είρθαμε χαρούμενοι ευτυχισμένοι και ιδιαίτερα εγώ, ύστερα από 17 ολόκληρα χρόνια γνώρισα τον Πατέρα μου και ας τον γνώρισα μέσα από σίδηρα αρκεί που πίστεψα πως έχω Πατέρα». «Βλέπω με χαρά μπαμπά μου να βγαίνουν διαρκώς από τις φυλακές. παίρνω λίγο θάρρος μ’ αυτούς και κάθε βράδυ στον ύπνο μου προσεύχομαι προς το Θεό να λυπηθεί λίγο κι εμάς και αφού σε φέρει κοντά μας να μας κάνει λίγο ευτυχισμένους». «Μα δεν χόρτασαν οι άνθρωποι με τόσους που μας σκότωσαν; Δεν βαρέθηκαν να σε κρατούν 16 χρόνια στη φυλακή; Μα τι κακό κάναμε εμείς στην κοινωνία; Ό,τι πιο καλό είχα το έδωσα γι’ αυτήν την κοινωνία. Τα παιδιά μου, τα πάντα τη ζωή μου […] Ήλιε μου, θα σε περιμένω μήπως βαρεθούν οι άνθρωποι και σε αφήσουν […] Τώρα θα θέλεις και λεπτά κι ας μη μου το γράφεις. Όμως δεν έχω. Σε φιλώ η μανούλα σου Αγγελική Παπαδάτου». «Έτερο δεν έχω να σου γράψω. Χαιρετισμούς από τα παιδιά και από τη μάνα μας, και Σωκράταινα με παιδιά της. Σου στέλνω και 4 γραμματόσημα. Γράψε μας εσύ τι κάνεις». «Αυτά και σταματώ, μπαμπά, γιατί δεν έχω κουράγιο να γράψω άλλα, Η κόρη σου Μαρίκα».
Δεν είναι επιστολές μελλοντικών κρατουμένων, θύματα της μισαλλόδοξης στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ για την κατάληψη της εξουσίας, όπως συχνά πυκνά προφητεύουν οι αστέρες της δημοσιογραφίας Αφοί Καψή και ΣΙΑ. Είναι 29 γράμματα σε φυλακισμένους μεταξύ των πρόσφατων ετών 1959-1963 που παρουσιάστηκαν από τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη με γενικό τίτλο «Προσκυνούμεν Σου τα Πάθη…». (Επιθ. Τέχνης τχ. 105, Σεπτέμβριος 1963, σελ. 265-284).
Η σύγχρονη πολιτική ιστορία που εξακολουθεί να γράφεται παραχαρασσσόμενη από τους ίδιους νικητές, και να διαβάζεται στα κρυφά σχολειά της διαρκώς ηττημένης αριστεράς. Χαμένης, ακόμα και μέσα στον ανέλπιστο θρίαμβό της, καθώς εξακολουθεί να ζει με τις αγκυλώσεις, τις διαιρέσεις, τις εμμονές και τις φοβίες της. Διαρκώς αμυνόμενη και οπισθοχωρούσα. Παλιομοδίτισσα και περιχαρακωμένη, ακόμα και στα αποσπασματικά κι απρογραμμάτιστα «ανοίγματά» της. Αμήχανη ακόμα κι όταν εγκαλείται γι’ αλλότρια εγκλήματα.
Δε μπαίνω στα χωράφια των διαφημιστών image makers αλλά όσοι είδανε το «Νο», του Πάμπλο Λαρέν, την καμπάνια των υποστηρικτών του «Όχι» στο δημοψήφισμα του 1988 στη Χιλή, που ανέτρεψε τελικά τον δικτάτορα Πινοσέτ, θα κατάλαβαν πως καθεστώτα και κυβερνήσεις, όσο αντιδημοκρατικές κι αν είναι παραμένουν στην εξουσία έστω και με λαϊκή ανοχή. Που θα μεταβληθεί σε έμπνευση, πίστη και στήριξη των ιδεών σου, μόνο όταν διαφανεί η βάσιμη εναλλακτική πρόταση. Ένα ουράνιο επαναστατικό τόξο γαλήνης και προοπτικής. Όχι ανάθεμα στο χτες και τα σαβανωμένα πτώματα του σήμερα. Δεδομένα και αυτονόητα τα εγκλήματα της δεξιάς, η βία των ΜΑΤ, τα χημικά, η πολιτεία του Δένδια, η αγυρτεία του Κεδίκογλου, ο φασισμός των φασιστών. Το αντίθετο θα ήταν έκπληξη.
Μεγαλώσαμε γνωρίζοντας πως τα ευυπόληπτα στηρίγματα της κοινωνίας «στην κατοχή κυκλοφορούσαν με γερμανικές στολές, μας σκότωναν με γερμανικά όπλα και τώρα τριγυρίζουν ελεύθεροι ανάμεσά μας, τους συναντάμε στα καφενεία, στα θέατρα, στην πολιτική, έτοιμους να μας ξανασκοτώσουν μ’ οποιασδήποτε προελεύσεως όπλα» (Τάσος Λειβαδίτης). Ανάλογα τα ζήσαμε μετά τη δικτατορία του 1967. Με όσους πλάσαραν εαυτούς και αλλήλους στα νέα τζάκια της Αλλαγής. («Α, ρε Λαυρέντη εγώ ξέρω καλά τι κουμάσι είσαι», έλεγε κάπου ο Αναγνωστάκης).
Όμως, το θέμα είναι τώρα τι λες; Γιατί ακόμα και στα Κρεματόρια οι άνθρωποι ερωτεύονταν, ήλπιζαν στη ζωή, εύχονταν να γλιτώσουν, έστω προσωρινά, παρότι ξέραν ότι οι φούρνοι δουλεύουν ακατάπαυστα, ακόμα και με το διπλανό τους.
Μόνο εδώ υπάρχει τόση Κόλαση γύρω μας, τέτοιο διαρκές σφίξιμο, τόσος χειμωνιάτικος πόνος δίχως καμιά προοπτική όπως δείχνουν τ’ απεγνωσμένα «δεν ξέρω, δεν απαντώ», οι αναποφάσιστοι, τα χαμηλά των δημοσκοπήσεων, τα χιλιάδες σκυμμένα κεφάλια όσων κουράστηκαν να τιμωρούνται, και συνήθισαν να υποτάσσονται.
Σχεδίαζα πολλά να γράψω ιδίως μετά την επιτυχή έκβαση της απεργίας. («Πες μου τη ΓΣΕΕ σου να σου πω ποιος είσαι», η παροιμία. Και η αντίστοιχη βρισιά ευπρεπούς απελπισμένου: «Τη ΓΣΕΕ μου μέσα»).
Γενικά «ήμασταν μια ωραία ατμόσφαιρα» που θα ’λεγε κι ο Ηλιόπουλος, όχι ο Σταύρος, της Αριστεράς αλλά ο Ντίνος, της κωμωδίας.
Όμως, τέλος χρόνου.
Κώστας Κρεμμύδας
''EΠΟΧΗ''