Θες οι απανωτές συγκρίσεις με τους μισθούς, που, ελέω κρίσης, όλο και πληθαίνουν, θες τα ωραία κορίτσια που ήρθαν και ζωντάνεψαν τις μουντές και άνευρες γωνιές της Βόρειας Ελλάδας, θες οι ψημένες απ' τη δουλειά, γυναίκες που ανέλαβαν τη φροντίδα των παππούδων και γιαγιάδων μας, η Βουλγαρία εδώ και δυο δεκαετίες έγινε με τον ένα ή άλλο τρόπο μέρος της καθημερινότητάς μας. Μιας καθημερινότητας, όμως, που όσο πάει και πλησιάζει προς αυτήν από την οποία τα ωραία κορίτσια και οι ψημένες γυναίκες πάσχισαν να ξεφύγουν.
Σε προηγούμενο ποστ για "Το εξαγώγιμο βουλγαρικό μοντέλο διοίκησης", είδαμε πως παρά τις συνταγές που για χρόνια ακολούθησε, συνταγές που επιβάλλονται τώρα και σε μας σαν σωτήριες, η γειτονική χώρα δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την ευημερία των κατοίκων της, κυρίως δε να τους κρατήσει εντός των συνόρων της. Σήμερα θα πάμε στα δυτικά, σε μια άλλη χώρα, όπου οι πολύχρονες διαμάχες για το όνομα, αφ’ ενός την άφησαν αβάφτιστη για δυο και πλέον δεκαετίες, αφ’ ετέρου δεν άφησαν τα μάτια μας να διεισδύσουν όσο έπρεπε στη δική της κοινωνική πραγματικότητα.
Η πΓΔΜ, αποτελεί ακόμα μια περίπτωση χώρας όπου η ευημερία των κατοίκων της είναι αντιστρόφως ανάλογη της ευημερίας των μακροοικονομικών της μεγεθών, αντανακλώντας την τρέχουσα φιλοσοφία για την οικονομική ανάκαμψη, την οποία ασπάζεται φυσικά και ο Στουρνάρας· πρώτα οι αριθμοί, για να ευημερήσουν στο κατόπι και οι άνθρωποι. Μόνο που η σχέση αυτή συνεχίζει να παραμένει αντίστροφη εδώ και πολλά χρόνια, τόσο στη Βουλγαρία, όσο και στην πΓΔΜ, και έχουμε δείγματα ότι έτσι θα γίνει και στην Ελλάδα.
Αφ’ ενός, λοιπόν, έχουμε ένα δημόσιο χρέος που κινείται στο 25% του ΑΕΠ και ένα δημόσιο έλλειμμα στο περίπου 2.5% και από την άλλη έχουμε μέσους μισθούς στα 350 ευρώ και τον κατώτατο μισθό στα 130 ευρώ.
Από τη μια εξασφαλίζουμε «την πρωτιά ως προς τις φιλικές προς την επιχειρηματικότητα πολιτικές», σύμφωνα με τους δείκτες οικονομικής ελευθερίας του Heritage, και «την τρίτη θέση παγκοσμίως ως προς τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις», σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, κι από την άλλη έχουμε το κατά κεφαλή ΑΕΠ στα 5000 δολάρια και την ανεργία, για μια δεκαετία, να μην πέφτει κάτω από το 30%.
Υποσχέσεις από τη διεθνή κοινότητα ότι η απελευθέρωση της οικονομίας και οι συλλήβδην ιδιωτικοποιήσεις θα έστρωναν το δρόμο με ροδοπέταλα, είκοσι και πλέον χρόνια μετά την ανεξαρτησία το 1991, δεν επιβεβαιώθηκαν. Αντίθετα έφεραν τους μισθούς εκεί που τους έφεραν, καθώς και την προδιαγεγραμμένη ανισότητα. Η πΓΔΜ είναι η πλέον άνιση ως προς την κατανομή του εισοδήματος χώρα της Ευρώπης. Το πλουσιότερο 20% εισπράττει το 42% του εθνικού εισοδήματος, ενώ το φτωχότερο 20%, μόνο το 5%. Προς την κατεύθυνση δε της συγκέντρωσης υπερβολικού πλούτου, βοήθησε βέβαια και η άνθηση διασυνοριακών εγκληματικών δικτύων. Επίσης, το 21% του πληθυσμού ζει με λιγότερα από 250 ευρώ το μήνα, ενώ το 7% είναι τόσο φτωχό που αδυνατεί να τραφεί κανονικά. Σαν άνθρωπος, δηλαδή. Κι αν το δούμε διαχρονικά, το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ κινείται αυστηρά πτωτικά, από το 7.3% του ΑΕΠ το 2006, στο 5.5% το 2009, στο 4.7% το 2012.
Η κυβέρνηση έκανε το «καλύτερο» δυνατόν για να προσελκύσει εξωτερικές επενδύσεις. Μόνο οι Έλληνες επιχειρηματίες επένδυσαν συνολικά γύρω στο 1 δις ευρώ. Θέσπισε λοιπόν, ενιαίο φορολογικό συντελεστή στο 10% για φυσικά και νομικά πρόσωπα. Θέσπισε ειδικές βιομηχανικές ζώνες, με μηδενικό συντελεστή για τα πρώτα δέκα χρόνια, απαλλαγή από την καταβολή δασμών και ΦΠΑ για υλικά, και μηχανολογικό εξοπλισμό, εξασφάλισε μακροχρόνια μίσθωση γης για 99 χρόνια με δωρεάν σύνδεση στα δίκτυα ύδρευσης και ηλεκτρισμού, και επιπλέον υποσχέθηκε επιδοτήσεις μέχρι 500,000 ευρώ για δαπάνες ανέγερσης εγκαταστάσεων.
Κι όμως, με τέτοιους μισθούς και παροχές, οι επενδυτές βρίσκουν ακόμα την εργατική νομοθεσία εχθρική και αποτρεπτική.
Φυσικά η πΓΔΜ δεν έχει μόνο οικονομικά προβλήματα, ίσως ένα μέρος αυτών να οφείλεται και στις διαρκείς εθνοφυλετικές εντάσεις ανάμεσα στην Αλβανική μειονότητα (25%) και τη Σλαβική πλειοψηφία (65%) ή ακόμα και στο δυναμικό που καταβάλλει για την εξεύρεση μιας ενιαίας δικής της ταυτότητας, που αν τελικά την εύρισκε θα γλίτωνε από τη «φασαρία» και τα «έξοδα» που επισύρει ο σφετερισμός ξένων.